- κυβοκυβοστόν
- κυβοκυβοστόνcube multiplied by cubeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυβοκυβοστός — κυβοκυβοστός, ή, όν (Α) [κυβόκυβος] 1. αυτός που σχηματίζεται από τον πολλαπλασιασμό δύο κυβικών αριθμών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυβοκυβοστόν κλάσμα κυβοκύβου, δηλαδή 1/x6 … Dictionary of Greek